- σαζάνι
- το(λ. τουρκ.), είδος ψαριού, ο κυπρίνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαζάνι — το, Ν κοινή ονομασία τού ψαριού κυπρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sazan] … Dictionary of Greek
κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek
κύπρινος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek
şaran — ŞARÁN, şarani, s.m. (reg.) Crap mic. – Din scr., ucr. šaran. cf. bg., rus. š a r a n. Trimis de LauraGellner, 27.04.2004. Sursa: DEX 98 ŞARÁN s. v. crap … Dicționar Român